- ναυκληρώσιμος
- ναυκληρ-ώσιμος, ον,A to be sub-let to lodgers,
στέγαι Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στέγαι Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυκληρώσιμος — ναυκληρώσιμος, ον (Α) 1. (για ακίνητα) μισθώσιμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + κατάλ. ώσιμος κατά το μισθώσιμος] … Dictionary of Greek
ναυκληρώσιμοι — ναυκληρώσιμος to be sub let masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)